- ατομικιστής
- [атомикистис] ουσ. а. индивидуалист.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ατομικιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που κυρίως φροντίζει για τον εαυτό του: Δεν πίστευα ότι θα εξελιχτεί σε τέτοιον ατομικιστή. 2. ο οπαδός της θεωρίας του ατομικισμού: Δεν ξέρω αν ήταν θεωρητικός ατομικιστής, οπωσδήποτε όμως ήταν πρακτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατομικιστής — ο (θηλ. στρια) 1. αυτός που ενδιαφέρεται και φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, εγωιστής 2. (φιλοσ.) ο οπαδός του ατομικισμού … Dictionary of Greek
ατομιστής — ο (θηλ. στρια, η) ο ατομικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτομο. Η λ. στον πληθ., με διάφορο όμως τονισμό, ατομίσται, οι, μαρτυρείται στον Χριστόδ. Ακαρνάνα] … Dictionary of Greek
φιλοτομαριστής — ο, θηλ. φιλοτομαρίστρια, Ν αυτός που ενδιαφέρεται μόνον για τον εαυτό του, ο υπερβολικά ατομικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τομάρι + κατάλ. ιστής*.] … Dictionary of Greek
ατομικισμός — ο 1. το να είναι κανείς ατομικιστής, να φροντίζει μόνο για τον εαυτό του: Όλες του τις ενέργειες τις διακρίνει ένας ατομικισμός. 2. φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ως σκοπό της κοινωνικής ζωής την ευτυχία του ατόμου: Νέος δεχόταν άλλες φιλοσοφικές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατομιστής — ο θηλ. ίστρια ο ατομικιστής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)